- αλύτρωτος
- -η, -ο (Α ἀλύτρωτος, -ον)αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθείνεοελλ.1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοιομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχουσήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική κατάσταση3. αυτός που δεν πέτυχε το διαζύγιο, την τυπική διάλυση τού γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από χρόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυτρώ.ΠΑΡ. νεοελλ. αλυτρωσιά, αλυτρωτικός, αλυτρωτισμός].
Dictionary of Greek. 2013.