αλύτρωτος

αλύτρωτος
-η, -ο (Α ἀλύτρωτος, -ον)
αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι
ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου
σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου
2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική κατάσταση
3. αυτός που δεν πέτυχε το διαζύγιο, την τυπική διάλυση τού γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυτρώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυτρωσιά, αλυτρωτικός, αλυτρωτισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλύτρωτος — not redeemed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλύτρωτος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο δε δόθηκαν τα λύτρα να ελευθερωθεί: Έμεινε πολύ καιρό αλύτρωτος, γιατί τα λύτρα που ζητήθηκαν ήταν πολλά κι έπρεπε να βρεθούν. 2. ο υπόδουλος, αυτός που βρίσκεται κάτω από ξένη εξουσία: Υπήρχαν τότε στην Ιωνία δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλύτρωτον — ἀλύτρωτος not redeemed masc/fem acc sg ἀλύτρωτος not redeemed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύτρωτα — ἀλύτρωτος not redeemed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikólaos Plastíras — Νικόλαος Πλαστήρας Mandats Premier ministre grec …   Wikipédia en Français

  • αλυτρωσιά — η [αλύτρωτος] έλλειψη λυτρωμού, σκλαβιά, δουλεία …   Dictionary of Greek

  • αλυτρωτικός — ή, ό [αλύτρωτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αλύτρωτους, τους υπόδουλους …   Dictionary of Greek

  • αλυτρωτισμός — ο πολιτική, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλύτρωτος + παραγ. κατάλ. ισμός απόδοση στα Ελληνικά τού ιταλ. όρου irredentismo] …   Dictionary of Greek

  • ανελευθέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί να ελευθερωθεί, αλύτρωτος 2. αυτός που δεν απαλλάχθηκε από τά βάρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”